- ἐγκλίσεων
- ἐγκλίσεω̆ν , ἔγκλισιςinclinationfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθυπαλλάσσω — ἀνθυπαλάσσω (και ττω) (Α) 1. αντικαθιστώ 2. εναλλάσσω τις πτώσεις (βλ. ανθυπαλλαγή) 3. (μέσ., σσο μαι) παίρνω ως αντάλλαγμα 4. παθ. αποδίδεται στην εναλλαγή των εγκλίσεων των ρημάτων … Dictionary of Greek
καταβρόχω — (Α) καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + το αμάρτυρο στον ενεστ. ρ. βρόχω τού οποίου μαρτυρείται μόνο ο αόρ. ἔ βροξ α καθώς και αοριστικοί τ. άλλων εγκλίσεων σε σύνθ. ή γλώσσες τού Ησυχίου. Βλ. και λ. βρόχθος] … Dictionary of Greek
μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… … Dictionary of Greek
γερμανικές γλώσσες — Ομάδα ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οι οποίες με τη σύγκριση των κοινών χαρακτηριστικών τους επιτρέπουν την ανασυγκρότηση μιας κοινής γερμανικής, που αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ των γλωσσών αυτών και της ινδοευρωπαϊκής. Η κοινή αυτή γερμανική… … Dictionary of Greek